- κομουνίζω
- κομούνισα, έχω κομουνιστικά φρονήματα, συμπαθώ τους κομουνιστές, παραδέχομαι τον κομουνισμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.